- τυμβοχόοι
- τυμβοχόοςthrowing up a cairnmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυμβοχόος — ον, Α 1. αυτός που με επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού κατασκευάζει τύμβο 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τυμβοχόοι οι νεκροθάφτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο χόος] … Dictionary of Greek